σπειροειδές

σπειροειδές
το
είδος ηλεκτρικού αγωγού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπειροειδής — Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… …   Dictionary of Greek

  • Τρίτων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θαλάσσιο ον, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Εκτός από τον Τ. υπήρχε και ολόκληρη κατηγορία Τριτώνων, δαιμόνων της θάλασσας, που αποτελούσαν μέλη της συνοδείας του Ποσειδώνα: παριστάνονταν με το κάτω… …   Dictionary of Greek

  • έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

  • αργοναύτης — Γένος κεφαλοπόδων μαλακίων. Ο α. αναπνέει με δύο βράγχια (υφομοταξία διβραγχιωτών) και έχει στο κεφάλι του οκτώ βραχίονες με δύο σειρές κοτύλες σαν βεντούζες (πλόκαμοι) και γι’ αυτό κατατάσσεται στην τάξη των οκτωπόδων. Ζει στις τροπικές θάλασσες …   Dictionary of Greek

  • εκπωματιστήρας — ο σπειροειδές εργαλείο σαν τρυπάνι που μπήγεται στα πώματα από φελλό και βοηθά στον αποπωματισμό, το τιρμπουσόν …   Dictionary of Greek

  • ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”